φασόλι, το, ουσ. [<μσν. φασόλιν <φασηόλιον, υποκορ. του μτγν. φασίολος <λατιν. phasiolus <phaselus <αρχ. φάσηλος], το φασόλι. 1. συνήθως στον πλ. τα φασόλια, λαδερό φαγητό από ξερούς καρπούς φασολιάς, η φασολάδα, η φασουλάδα: «κάθισε στο εστιατόριο και παράγγειλε να του φέρουν μια μερίδα φασόλια». 2. ως επιφών. φασόλια! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «έμαθα πως ο τάδε πάλι χωρίζει. -Φασόλια!». Πολλές φορές, μετά το επιφών. επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του: «έμαθα πως ο τάδε πάλι χωρίζει. -Φασόλια χωρίζει!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως ο τάδε πάλι χωρίζει. -Φασόλια χωρίζει πάλι ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ.αρχίδι (4)· βλ. και λ. φασούλι·
- φασόλια γίγαντες, ποικιλία φασολιών που είναι μεγάλα σε μέγεθος: «τα φασόλια γίγαντες γίνονται πολύ νόστιμα στο φούρνο»·
- φασόλια είναι; βλ. συνηθέστ. φασουλάδα είναι; λ. φασουλάδα·
- έφαγε φασόλια, (ειρωνικά για γυναίκες) έμεινε έγκυος, γκαστρώθηκε: «πάλι έφαγε φασόλια η τάδε;»· βλ. και φρ. την τάισε φασόλια·
- την τάισε φασόλια, (ειρωνικά για γυναίκες) την άφησε έγκυο, την γκάστρωσε: «μια φορά πήγε μ’ αυτή τη γυναίκα και την τάισε φασόλια». Από το ότι, επειδή τα φασόλια είναι βαρύ φαγητό, όποιος φάει πολλά, νιώθει ένα φούσκωμα στην κοιλιά του·
- φασόλια μπλουμ, (στη γλώσσα του στρατού) σούπα από φασόλια, όπου όμως τα φασόλια είναι ελάχιστα: «σήμερα είχαμε φασόλια μπλουμ»·
- φασόλια πιάζ(ι), βλ. λ. πιάζ(ι).